ἰδίωμα

ἰδίωμα

ἰδίωμα, τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰδίωμα — peculiarity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδίωμα — το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι] 1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα 2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)… …   Dictionary of Greek

  • ιδίωμα — το, ατος 1. γνώρισμα, ιδιότητα. 2. ιδιαίτερη έξη, συνήθεια. 3. τοπική παραλλαγή γλώσσας, διάλεκτος: Στα βόρεια γλωσσικά ιδιώματα το άτονο (ε) προφέρεται (ι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιωμάτων — ἰδίωμα peculiarity neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώμασι — ἰδίωμα peculiarity neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώμασιν — ἰδίωμα peculiarity neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώματα — ἰδίωμα peculiarity neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώματι — ἰδίωμα peculiarity neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώματος — ἰδίωμα peculiarity neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”