- ἰξαλῆ
ἰξαλῆ, ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξαλῆ, ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιξαλή — ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) [ίξαλος] 1. δέρμα κατσίκας 2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ιττέλα — ἰττέλα και ἰτθέλα, ἡ (Α) (κατά τον Πολύδ.) διφθέρα, δέρμα από αίγα, ιξαλή* και ιξάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ἰττέλα όσο και ο τ. ἰτθέλα αποτελούν διαφορετικές γραφές τού τ. ἰξαλῆ (< ἴξαλος). Οι γραφές τού τ. με ξ , ττ , τθ αποτελούν ενδείξεις ότι… … Dictionary of Greek
Idioma eteocretense — Eteocretense, minoico ? Hablado en Grecia Región Isla de Creta Hablantes Lengua muerta Familia Lengua aislada Eteocretense … Wikipedia Español
Этеокритский язык — Минойский, этеокритский Самоназвание: неизвестно; самоназвание народа Kaftiu Страны: Крит, Киклады … Википедия
Минойский язык — Минойский, этеокритский Самоназвание: неизвестно; самоназвание народа Kaftiu Страны: Крит, Киклады, Кипр, Угарит Вымер: III век до н. э. Классификация … Википедия
ίξαλος — ο (Α ἴξαλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος γένος σπονδυλωτών τής οικογένειας ρανίδες αρχ. (επίθ. τών άγριων κατσικιών) 1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρός («τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.) 2. ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek