- πνευμόνιον
πνευμόνιον, τό, dim. zu πνεύμων, Ath. III, 107 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνευμόνιον, τό, dim. zu πνεύμων, Ath. III, 107 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνευμόνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμόνιον — τὸ, Α [πνεύμων, ονος] υποκορ. ο πνεύμονας … Dictionary of Greek
πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… … Dictionary of Greek