ἴανθος

ἴανθος

ἴανθος, (vielleicht aus ἴον u. ἄνϑος zusggstzt), Hesych. erkl. ἄνϑος, χρῶμά τι πορφυροειδές.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἴανθος — violet coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίανθος — το (ΑΜ ἴανθος) τα άνθη τού φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάνθινος] …   Dictionary of Greek

  • ίανθον — ἴανθον, τὸ (Α) 1. ίανθος 2. το μενεξεδί ή βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ίανθος] …   Dictionary of Greek

  • Саламин — У этого термина существуют и другие значения, см. Саламин (значения). Саламин …   Википедия

  • ιάνθινος — η, ο (Α ἰάνθινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας janthinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος… …   Dictionary of Greek

  • ἴανθον — violet coloured neut nom/voc/acc sg ἴανθος violet coloured masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”