- ἰνδαλματικός
ἰνδαλματικός, eingebildet, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰνδαλματικός, eingebildet, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ινδαλματικός — ἰνδαλματικός, ή, όν (Α) [ίνδαλμα] εικονικός … Dictionary of Greek
ινδαλτικός — ἰνδαλτικός, ή, όν (Α) εικονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ινδαλματικός] … Dictionary of Greek