- πακτίς
πακτίς, πακτός, dor. = πηκτίς, πηκτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πακτίς, πακτός, dor. = πηκτίς, πηκτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πακτίς — πακτίς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. πηκτίς … Dictionary of Greek
πηκτίς — ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, ιδος, ΜΑ 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα 2. λύρα 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια 4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά… … Dictionary of Greek