ἰαμβιάζω

ἰαμβιάζω

ἰαμβιάζω, = Folgdm, Philipp. 83 (VII, 405).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιαμβιάζω — ἰαμβιάζω (Α) [ίαμβος] ιαμβίζω* …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβιάζει — ἰαμβιάζω pres ind mp 2nd sg ἰαμβιάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”