ἰδανός

ἰδανός

ἰδανός, ansehnlich, wohlgestaltet, Callim. bei Schol. Il. 14, 172.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδανός — ἰδανός, όν (Α) ωραίος, κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β τού ορώ) + ανός κατά τα ικ ανός, πιθ ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός] …   Dictionary of Greek

  • ἰδανός — fair masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδανόν — ἰδανός fair masc/fem acc sg ἰδανός fair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδανικός — ή, ό (Α ἰδανικός, ή, όν) αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον») νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο… …   Dictionary of Greek

  • ιδανόχρους — ἰδανόχρους, ουν και οος οον (Α) αυτός που έχει ωραία χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανός + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ετερό χρονς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”