- ἰδιο-μήκης
ἰδιο-μήκης, ες, von eigener Länge; von Zahlen, wie 4 = 2. 2, Nicom. arithm. 2, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιο-μήκης, ες, von eigener Länge; von Zahlen, wie 4 = 2. 2, Nicom. arithm. 2, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισομήκης — όμηκες (Α ἰσομήκης, όμηκες) ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.) αρχ. (για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο μήκης, στενο μήκης] … Dictionary of Greek
ταυτομήκης — όμηκες, Α 1. αυτός που έχει το ίδιο μήκος με άλλον 2. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. 4x4=16. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰδιο μήκης) … Dictionary of Greek
ιδιομήκης — ἰδιομήκης, ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek