- ἰδιο-θηρευτικός
ἰδιο-θηρευτικός, ή, όν, für sich, zu eigenem Vortheil jagend, ἡ, eine Privatjagd, Plat. Soph. 222 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιο-θηρευτικός, ή, όν, für sich, zu eigenem Vortheil jagend, ἡ, eine Privatjagd, Plat. Soph. 222 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιοθηρευτικός — ἰδιοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μόνος ή για τον εαυτό του 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιοθηρευτική (ενν. τέχνη) ιδιωτική θήρα, το να θηρεύει κάποιος στα κτήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + θηρευτικός] … Dictionary of Greek