- παιστικός
παιστικός, scherzhaft, zum Spiele geneigt, frühere Lesart bei Ath. X, 448 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιστικός, scherzhaft, zum Spiele geneigt, frühere Lesart bei Ath. X, 448 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιστικός — παιστικός, ή, όν (Α) [παίστης] αστείος … Dictionary of Greek
παιστικόν — παιστικός facetious masc acc sg παιστικός facetious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπαιστικός — ἐπιπαιστικός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται ή τίθεται ως παιδιά, ως παιγνίδι («γρῑφος πρόβλημα ἐπιπαιστικόν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παιστικός (< παίστης < παις)] … Dictionary of Greek