- ἰδιο-βουλεύω
ἰδιο-βουλεύω, mit sich allein zu Rathe gehen, nach eigenem Beschlusse handeln, Her. 7, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιο-βουλεύω, mit sich allein zu Rathe gehen, nach eigenem Beschlusse handeln, Her. 7, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek