ἰδιο-παθής

ἰδιο-παθής

ἰδιο-παθής, ές, von eigener, besonderer Gemüthsstimmung, für gewisse Eindrücke empfänglich, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιοπαθής — (Ιατρ.).Όρος που αναφέρεται σε νόσο άγνωστης αιτιολογίας, όπως για παράδειγμα ι. στεατόρροια, ι. υπέρταση. * * * ές (Α ἰδιοπαθής, ές) νεοελλ. φρ. «ιδιοπαθής νόσος» νόσος που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, δεν είναι οργανικής προέλευσης… …   Dictionary of Greek

  • αυτοπαθής — ές (Α αὐτοπαθής, ές) (κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο αρχ. Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας II. επίρρ. αὐτοπαθῶς ενστικτωδώς, αυθόρμητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο +… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοπάθεια — η / ταὐτοπάθεια, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. το να υφίσταται κανείς τα ίδια παθήματα με κάποιον άλλον μσν. αρχ. η επιβολή σε κάποιον ποινής η οποία επρόκειτο να επιβληθεί σε άλλον έπειτα από συκοφαντία τού πρώτου, το να τιμωρείται κανείς με την ποινή που θα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”