ἰδιό-μορφος

ἰδιό-μορφος

ἰδιό-μορφος, von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιόμορφος — η, ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, ον) αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος, τερατό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ιερόμορφος — ἱερόμορφος, ον (Μ) αυτός που παριστάνει ιερή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, ιδιό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ξενόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει ξένη μορφή, ξένο σχήμα 2. φρ. «ξενόμορφα ορυκτά» (ορυκτ.) τα ορυκτά που δεν παρουσιάζουν δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλ. αλλοτριόμορφα ορυκτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος, ιδιό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ισομορφισμός — Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου·… …   Dictionary of Greek

  • ισόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιόμορφος 2. αυτός που έχει διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorph < iso (πρβλ. ισ(o] ) + morph < morphous …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”