- ἰδιό-γλωσσος
ἰδιό-γλωσσος, von eigener, besonderer Sprache, Strab. V, 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιό-γλωσσος, von eigener, besonderer Sprache, Strab. V, 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιόγλωσσος — ἰδιόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
ομόγλωσσος — η, ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, ον) αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό γλωσσος] … Dictionary of Greek
αμφοτερόγλωσσος — ἀμφοτερόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + γλωσσος < γλῶσσα] … Dictionary of Greek
ιδιογλωσσία — η συγγενής ανικανότητα παραγωγής λαρυγγικών και ουρανικών φθόγγων χωρίς να υπάρχουν ανατομικές ή πνευματικές ανωμαλίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. idioglossie < idio (πρβλ. ιδιο ) + glossie (πρβλ. γλωσσια < γλωσσος < γλώσσα)] … Dictionary of Greek