ἰδιό-κτητος

ἰδιό-κτητος

ἰδιό-κτητος, selbst erworben, eigenthümlich; Hippocr.; Strab. XIV extr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιόκτητος — η, ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, ον) αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο») αρχ. αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, θεό κτητος] …   Dictionary of Greek

  • θεόκτητος — θεόκτητος, ον (Μ) αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επί κτητος, ιδιό κτητος] …   Dictionary of Greek

  • μητροκτησία — η κληρονομιά από μητρική περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτησία (< κτητος < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • προικοκτησία — η, Ν (για εστεμμένους και ηγεμόνες) η απόκτηση νέων εδαφών από δωρεά δημόσιων κτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + κτησία (< κτητος < κτώμαι), πρβλ. ιδιο κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • χρησικτησία — η, Ν (αστ. δίκ.) τρόπος κτήσεως κυριότητας από εκείνον που κατέχει αδιατάρακτα ως κύριος ξένο πράγμα για ορισμένο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα, τρία χρόνια για κινητό ή δέκα χρόνια για ακίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση / χρῆσις + κτησία (< κτητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”