- ἰδιό-γραφος
ἰδιό-γραφος, eigenhändig geschrieben, Gell. N. A. 9, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιό-γραφος, eigenhändig geschrieben, Gell. N. A. 9, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλησίγραφος — και κλησιγράφος, ὁ (Μ) αυτός που γράφει τις κλήσεις, τις διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆσις + γράφος / γραφος (< γράφω), πρβλ. δικο γράφος, ιδιό γραφος] … Dictionary of Greek
ιδιόγραφος — η, ο (ΑΜ ιδιόγραφος, ον) 1. αυτός που γράφηκε ιδιοχείρως από κάποιον, ο αυτόγραφος («ιδιόγραφη διαθήκη») 2. το ουδ. ως ουσ. το ιδιόγραφο(ν) το αυτόγραφο μσν. αρχ. 1. αυτός που γράφηκε ειδικά για κάποιον ή για κάτι («ψαλμός ἰδιόγραφος εἰς Δαυΐδ»,… … Dictionary of Greek
καλόγραφος — καλόγραφος, ον (Μ) ο γραμμένος καλλιγραφικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + γραφος (< γράφω), πρβλ. ιδιό γραφος, ομοιό γραφος] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
ταυτογραφώ — έω, Μ γράφω το ίδιο ακριβώς πράγμα ή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + γραφῶ (< γράφος*)] … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
ομοιόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόγραφος, ον) γραμμένος με τον ίδιο τρόπο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ομοιόγραφο το αντίγραφο που λαμβάνεται όταν παρεμβάλλεται καρμπόν ανάμεσα σε δύο φύλλα χαρτιού αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμοιόγραφος ο πλαστογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… … Dictionary of Greek
φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… … Dictionary of Greek