- ἰδιό-σημος
ἰδιό-σημος, in eigener Bedeutung, Schol. Hermog. VII p. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιό-σημος, in eigener Bedeutung, Schol. Hermog. VII p. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιόσημος — ἰδιόσημος, ον (Α) αυτός που έχει ειδική, ξεχωριστή σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σημος (< σήμα), πρβλ. εύ σημος, πολύ σημος] … Dictionary of Greek
μονόσημος — η, ο (Μ μονόσημος, ον) (για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονοσήμαντη νεοελλ. φρ. «μονόσημος χρόνος» (στη μετρική) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε δύο, δηλ. που έχει το μέγεθος τής βραχείας συλλαβής, αλλ. πρώτος χρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ομόσημος — η, ο (Μ ὁμόσημος, ον) αυτός που έχει την ίδια σημασία με κάποιον άλλο, ταυτόσημος νεοελλ. μαθ. αυτός που έχει το ίδιο πρόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σημος (< σῆμα), πρβλ. ταυτό σημος] … Dictionary of Greek
ταυτόσημος — η, ο / ταὐτόσημος, ον, ΝΜ (για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος νεοελλ. 1. όμοιος, απαράλλαχτος 2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το… … Dictionary of Greek