- ἰαμβύκη
ἰαμβύκη, ἡ, ein musikalisches Instrument, ἐν οἷς τοὺς ἰάμβους ᾖδον VLL.; neben anderen genannt bei Ath. XIV, 636 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰαμβύκη, ἡ, ein musikalisches Instrument, ἐν οἷς τοὺς ἰάμβους ᾖδον VLL.; neben anderen genannt bei Ath. XIV, 636 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαμβύκη — ἰαμβύκη, ἡ (Α) είδος μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος (πρβλ. σαμβύκη «μουσικό όργανο»)] … Dictionary of Greek
ἰαμβύκη — musical instrument fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβύκην — ἰαμβύκη musical instrument fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ямб — У этого термина существуют и другие значения, см. Ямб (значения). Ямб (др. греч. ἴαμβος, предпол. от ἴαμβύκη, назв. музыкального инструмента), 1) в античной метрике, простая стопа, двусложная, трехморная, короткий + долгий сл., U ; в силлабо… … Википедия
ἰαμβύκας — ἰαμβύκᾱς , ἰαμβύκη musical instrument fem acc pl ἰαμβύκᾱς , ἰαμβύκη musical instrument fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ἰαμβύκαι — ἰαμβύκᾱͅ , ἰαμβύκη musical instrument fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)