ἰαιβοῖ, wie αἰβοῖ, ein komischer Ausruf der Verwunderung, Ar. Vesp. 1338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαιβοί — ἰαιβοῑ (Α) κωμικό επιφώνημα θαυμασμού και εκπλήξεως, αλλ. αιβοί («ἰαιβοῑ αἰβοῑ τάδε μ ἀρέσκει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ.] … Dictionary of Greek
ἰαιβοῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)