- ἴγδη
ἴγδη, ἡ, Mörser, Hippocr. u. Sp., von Phryn. als unatt, für ϑυεία verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴγδη, ἡ, Mörser, Hippocr. u. Sp., von Phryn. als unatt, für ϑυεία verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴγδη — ἴγδις mortar fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴγδῃ — ἴγδηι , ἴγδις mortar fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίγδις — ἴγδις, εως και ἴγδη, ἡ (Α) 1. το γουδί 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη] … Dictionary of Greek
иготь — ж. ступка , также иготка, сербск. цслав. игдиɪа. Заимств. из ср. греч. ἰγδί(ον), нов. греч. γουδί от ἴγδη – то же; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 234; Гр. сл. эт. 65; Бернекер 1, 421. Русск. т обобщено из уменьшительной ф. им., вин. и. ед. ч … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
ā̆ik̂- : ī̆k̂- — ā̆ik̂ : ī̆k̂ English meaning: spear, pike Deutsche Übersetzung: ‘spieß; with einer spitzen Waffe treffen” Note: Both Root ak ̂ , ok ̂ : ‘sharp; stone” and Root üĭ k ̂ : īk̆ ̂ : ‘spear, pike” are reduced roots of an older root… … Proto-Indo-European etymological dictionary