- ἴγδις
ἴγδις, ιος, ἡ, altatt. = ἴγδη, Lob. zu Phryn. p. 165; Agath. 53 (IX, 642); vgl. Ath. IX, 406 a. – Eine Art Tanz, Antiphan. com. bei Poll. 10, 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴγδις, ιος, ἡ, altatt. = ἴγδη, Lob. zu Phryn. p. 165; Agath. 53 (IX, 642); vgl. Ath. IX, 406 a. – Eine Art Tanz, Antiphan. com. bei Poll. 10, 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίγδις — ἴγδις, εως και ἴγδη, ἡ (Α) 1. το γουδί 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη] … Dictionary of Greek
ἴγδις — ἴγδῑς , ἴγδις mortar fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἴγδις mortar fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴγδει — ἴγδις mortar fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἴγδεϊ , ἴγδις mortar fem dat sg (epic) ἴγδις mortar fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴγδη — ἴγδις mortar fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴγδης — ἴγδις mortar fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴγδιν — ἴγδις mortar fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
γουδί — Συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Η περιοχή συνδέεται ιστορικά με το κίνημα που πραγματοποίησαν αξιωματικοί της φρουράς της Αθήνας και του ναυτικού, μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στις … Dictionary of Greek
γουλί — το (Μ γουλίν) 1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων νεοελλ. 1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια 2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» έκοψε εντελώς τα μαλλιά του μσν. είδος τεύτλου, γούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή… … Dictionary of Greek
ιγδίον — τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν) το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσ. ιγδίς*. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί*] … Dictionary of Greek
ιγδοκόπανον — ἰγδοκόπανον, τὸ (Α) το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγδις + κόπανον] … Dictionary of Greek