- ἰξευτής
ἰξευτής, ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξευτής, ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξευτής — fowler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
ἰξευταῖς — ἰξευτής fowler masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευταί — ἰξευτής fowler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτοῦ — ἰξευτής fowler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτῇ — ἰξευτής fowler masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτήν — ἰξευτής fowler masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτῶν — ἰξευτής fowler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτάς — ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc acc pl ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
омельникъ — ОМЕЛЬНИК|Ъ (1*), А с. Птицелов: и омелни(к). трости твори(т). и взирае(т) вѣи˫а. и прелукуе(т) перо птиче. (ἰξευτής) ГБ к. XIV, 82а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιξευτικός — ή, ό (Α ιξευτικός, ή, όν) [ιξευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η ιξευτική η τέχνη να πιάνει κάποιος πουλιά με ιξόβεργες 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰξευτικα τίτλος ποιήματος τού Οππιανού … Dictionary of Greek