- ἰξευτήρ
ἰξευτήρ, ῆρος, ὁ, Vogelsteller mit Leimruthen, Man. 4, 339.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξευτήρ, ῆρος, ὁ, Vogelsteller mit Leimruthen, Man. 4, 339.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιξευτήρ — ἰξευτήρ ῆρος, ὁ (Α) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα … Dictionary of Greek
ἰξευτῆρας — ἰξευτήρ fowler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτῆρες — ἰξευτήρ fowler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτῆρι — ἰξευτήρ fowler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξευτήριος — ἰξευτήριος, ία, ον (Α) [ιξευτήρ] 1. ο ιξευτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριον το κυνήγι … Dictionary of Greek