ἴαχος, ὁ, = ἰαχή, Orph. H. 48, 3, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰαχός — ἰάχω cry perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυΐαχος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που βγάζει πολλή ιαχή, δυνατή κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἰαχή (πρβλ. αυ ίαχος)] … Dictionary of Greek