- ἴβυξ
ἴβυξ, υκος, ὁ, ein Vogel, ὄρνεον κρακτικόν, E. G. u. andere VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴβυξ, υκος, ὁ, ein Vogel, ὄρνεον κρακτικόν, E. G. u. andere VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίβυξ — ἴβυξ, υκος, ὁ (Α) η ίβις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ*] … Dictionary of Greek
όρτυξ — ο (Α ὄρτυξ, υγος και υκος, ὁ και ἡ) λόγια ονομασία τού ορτυκιού αρχ. είδος φυτού, ο στελεφούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το εκφραστικό επίθημα υξ της λέξης απαντά και σε άλλα ονόματα πτηνών (πρβλ. βαίβυξ, ίβυξ, κόκκυξ). Το αρκτικό F πoυ… … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary