- ἴασπις
ἴασπις, ιδος, ἡ, ein Edelstein, Jaspis; Plat. Phaed. 110 d; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴασπις, ιδος, ἡ, ein Edelstein, Jaspis; Plat. Phaed. 110 d; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴασπις — jasper fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… … Dictionary of Greek
ἰάσπιδας — ἴασπις jasper fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάσπιδες — ἴασπις jasper fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάσπιδι — ἴασπις jasper fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάσπιδος — ἴασπις jasper fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴασπιν — ἴασπις jasper fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
аспид — I аспид I. уж, Aspis , народн. яспид – то же, укр. гаспид, блр. аспiда уж, злая баба , через русск. цслав. аспида – то же (Григ. Наз.), ст. слав. аспида (Супр.) из греч. ἀσπίς, ίδος; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 222; Гр. сл. эт. 36. Перемена… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
аспидъ — АСПИД|Ъ1 (4*), А с. То же, что аспида: змиѥве и асьпиди и керасти. іѡна в поустыни оубо˫ашасѩ. Пр 1383, 119а; вѣроваху... и въ тр(и)пѣска. и въ аспида и друзии в червленыи лу(к). и в чеснокъ. (τὴν ἀσπίδα) ЖВИ XIV XV, 102а; и пото(м) въ змии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιασπαχάτης — ἰασπαχάτης, ὁ (Α) ίασπις που μοιάζει με αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίασπις + αχάτης] … Dictionary of Greek
ιασποπάλλιος — ἰασποπάλλιος, ὁ (Α) ίασπις που μοιάζει με οπάλλιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίασπις + οπάλλιος] … Dictionary of Greek