ἰγδίον

ἰγδίον

ἰγδίον, τό, dim. von ἴγδη, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰγδίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιγδίον — τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν) το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσ. ιγδίς*. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί*] …   Dictionary of Greek

  • ιγδίζω — [ιγδίον] κοπανίζω στο γουδί …   Dictionary of Greek

  • ἰγδίοις — ἰγδίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰγδίου — ἰγδίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰγδίῳ — ἰγδίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • γουδί — Συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Η περιοχή συνδέεται ιστορικά με το κίνημα που πραγματοποίησαν αξιωματικοί της φρουράς της Αθήνας και του ναυτικού, μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στις …   Dictionary of Greek

  • γουλί — το (Μ γουλίν) 1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων νεοελλ. 1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια 2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» έκοψε εντελώς τα μαλλιά του μσν. είδος τεύτλου, γούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή… …   Dictionary of Greek

  • κάρδοπος — η (Α κάρδοπος και καρδόπη) νεοελλ. ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα τού ψωμιού τών πληρωμάτων αρχ. 1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα τού ψωμιού, μάκτρα 2. επιγρ. ξύλινο αγγείο 3. το ιγδίον*. το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ξηρόκοπτον — ξηρόκοπτον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰγδίον», γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κόπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”