παν-όργιλος, sehr jähzornig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανόργιλος — ον, Α πάρα πολύ οργίλος, εξαγριωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀργίλος] … Dictionary of Greek