ἰκμαίνω

ἰκμαίνω

ἰκμαίνω, anfeuchten, benetzen; ὅτ' ἰκμήνῃ δέμας ἱὁρώς Nic. Al. 122; ϑερμοῖς ἰκμανϑεῖσαι ἀναζώουσ' ὑδάτεσσι id. bei Ath. IV, 133 d; ἰκμαίνοντο Ap. Rh. 4, 1066; auch med., ἑὸν δέμας ἰκμαίνοιτο, steh anfeuchten, 3, 847.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ικμαίνω — ἰκμαίνω (Α) [ικμάς] 1. υγραίνω, νοτίζω, βρέχω 2. φρ. «δέμας ἰκμαίνομαι» υγραίνω το σώμα, αλείφω το σώμα με κάποιο αρωματικό λάδι …   Dictionary of Greek

  • ίκμη — ἴκμη, ἡ (Α) το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… …   Dictionary of Greek

  • ικμάζω — ἰκμάζω (Α) [ικμάς] 1. ικμαίνω* 2. διηθώ, σουρώνω 3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω …   Dictionary of Greek

  • κατικμαίνω — (Α) 1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι 2. μέσ. κατικμαίνομαι λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • seikʷ- —     seikʷ     English meaning: to spill, pour, draft     Deutsche Übersetzung: “ausgießen, seihen, rinnen, träufeln”     Material: O.Ind. sē catē, siñcáti (asicat) “gießt from, begießt”, sē ka m. “Guß, Erguß, Besprengung”, praseka m. “Erguß,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”