ἰκανότης

ἰκανότης

ἰκανότης, ητος, ἡ, die Tauglichkeit, Tüchtigkeit, Plat. Lys. 215 a; von der Redegewandtheit, Lys. bei Poll. 4, 23. – Hinlänglichkeit, Plat. Legg. XI, 930 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱκανότης — sufficiency fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανότητα — ἱκανότης sufficiency fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανότητι — ἱκανότης sufficiency fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανότητος — ἱκανότης sufficiency fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱՒԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 477 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 13c գ. τὸ αὑταρκή, αὑτάρκεια, ἰκανότης sufficientia, περιουσία abundantia Բաւական գոլ իրաց. չափաւորութիւն. բաւական պէտք. շատութիւն. առատութիւն. *Կշռեա՛ ինձ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”