ἀκκίζομαι — affect indifference pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακκίζομαι — (Α ἀκκίζομαι) 1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα τό επιθυμώ, «κάνω νάζια» 2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ( οῦς)*. ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός μσν.… … Dictionary of Greek
ακκίζομαι — ίστηκα, καμαρώνω, καμώνομαι, κάνω νάζια: Δεν την έκανε πια παρέα, γιατί είδε πως της άρεσε να ακκίζεται και να φλυαρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκκιζομένων — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem gen pl ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζόμενον — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc acc sg ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκίζῃ — ἀκκίζομαι affect indifference pres subj mp 2nd sg ἀκκίζομαι affect indifference pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκίσεται — ἀκκίζομαι affect indifference aor subj mp 3rd sg (epic) ἀκκίζομαι affect indifference fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζομένη — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζομένην — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζομένου — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζόμενοι — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)