ἱκετηρίς

ἱκετηρίς

ἱκετηρίς, ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, φωνή Orph. H. 27, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ικετηρίς — ἱκετηρίς, ἡ (Α) βλ. ικετήριος …   Dictionary of Greek

  • ἱκετηρίδα — ἱκετηρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετηρίδι — ἱκετηρίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”