ὰκεστήριον

ὰκεστήριον

ὰκεστήριον, τό, Schneiderwerkstatt, Liban.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακεστήριον — ἀκεστήριον, το (Α) [ἀκεστήρ] εργαστήριο για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων …   Dictionary of Greek

  • ἀκεστήριον — tailor s shop neut nom/voc/acc sg ἀκεστήριος medicinal masc/fem acc sg ἀκεστήριος medicinal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”