ὰ-κατ-άλλακτος

ὰ-κατ-άλλακτος

ὰ-κατ-άλλακτος, unversöhnlich, ἐχϑρός Zaleuc. Stob. Flor. 44, 21; – ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem. 11, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκατάλλακτος — εὐκατάλλακτος, ον (Α) αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αλλακτος (< κατ αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ άλλακτος, δυσ κατ άλλακτος] …   Dictionary of Greek

  • ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”