ἱκταῖος, = ἱκετήριος, Aesch. Suppl. 380, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικταίος — ἱκταῑος, α, ον (Α) ικέσιος, ικετήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρηματ. επίθ. ικτος (< ἱκνοῡμαι, ἵκω) + επίθημα αιος (πρβλ. εὐκτός > εὐκτ αίος)] … Dictionary of Greek
ἱκταίου — ἱκέσιος of masc/fem/neut gen sg ἱκταῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)