- ἱερᾱκο-τρόφος
ἱερᾱκο-τρόφος, Habichte haltend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερᾱκο-τρόφος, Habichte haltend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυματοτρόφος — κυματοτρόφος, ον (Α) (για τη θάλασσα) αυτός που τρέφει τα κύματα («οἷον εἰ μέλλων εἰπεῑν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. γενειο τρόφος, ιερακο τρόφος. Η παροξυτονία… … Dictionary of Greek