- ἱερᾱτεῖον
ἱερᾱτεῖον, τό, Aufenthaltsort der Priester, Sakristei, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερᾱτεῖον, τό, Aufenthaltsort der Priester, Sakristei, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερατεῖον — a sanctuary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερατεῖα — ἱερατεῖον a sanctuary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερατείου — ἱερατεῖον a sanctuary neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερατείων — ἱερατεῖον a sanctuary neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερατείῳ — ἱερατεῖον a sanctuary neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… … Dictionary of Greek
Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… … Dictionary of Greek
ԲԵՄ — (ի, աց,) NBH 1 480 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 14c գ. ԲԵՄ որ եւ ԲԵՄԲ. βῆμα (լծ. եւ եբրչ բամա, պամա) tribunal, suggestus Ատեան, կամ բարձր տեղի ատենի. աթոռ դատողական. ... *Պիղոտոս ... ած զՅիսուս արտաքս,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔԱՀԱՆԱՅԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0968 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c, 14c գ. ἰερατεῖον sacrarium. Տեղի քահանայագործութեան՝ սրբութեան. քաւարան, տաճար. խորան. խորան. սեղան. բեմ. *Առաջի սրբոյն բեմին դնէ զնա յանցս քահանայարանին: Թաղեցին զնա ʼի վկայարանի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)