ἱερώσυνος

ἱερώσυνος

ἱερώσυνος, priesterlich; bes. τὰ ἱερώσυνα, der Antheil des Priesters am Opfer u. die den Göttern geweihten Theile des Opferthieres, Ath. IX, 368 e; VLL., bes. B. A. 44, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερώσυνος — ἱερώσυνος και ἱερεώσυνος και ἱερειώσυνος, ύνη, ον (Α) 1. ιερατικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερώσυνα α) το μερίδιο τού ιερέα από τα θυσιαζόμενα ζώα β. τα μέρη τού θύματος που καίγονταν για τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Για το ω τού τ. βλ …   Dictionary of Greek

  • ἱερωσύναις — ἱερώσυνος priestly fem dat pl ἱερωσύνη priesthood fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνη — ἱερώσυνος priestly fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνην — ἱερώσυνος priestly fem acc sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνης — ἱερώσυνος priestly fem gen sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνῃ — ἱερώσυνος priestly fem dat sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνῃσιν — ἱερώσυνος priestly fem dat pl (epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώσυνα — ἱερώσυνος priestly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνας — ἱερωσύνᾱς , ἱερώσυνος priestly fem acc pl ἱερωσύνᾱς , ἱερώσυνος priestly fem gen sg (doric aeolic) ἱερωσύνᾱς , ἱερωσύνη priesthood fem acc pl ἱερωσύνᾱς , ἱερωσύνη priesthood fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερωσύνιον — ἱερωσύνιον, τὸ (Α) [ιερώσυνος] ιερωσύνη, ιερατεία …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”