- ἱερίζω
ἱερίζω, weihen, reinigen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερίζω, weihen, reinigen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερίζω — ἱερίζω (Α) [ιερός] εξαγνίζω … Dictionary of Greek
ἱερίζειν — ἱερίζω consecrate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιερισμένα — ἀφῑερισμένα , ἀπό ἱερίζω consecrate perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀφῑερισμένᾱ , ἀπό ἱερίζω consecrate perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀφῑερισμένᾱ , ἀπό ἱερίζω consecrate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερισμός — ἱερισμός, ὁ (Α) [ιερίζω] εξαγνισμός, καθαρμός … Dictionary of Greek
ιεριστής — ἱεριστής, ὁ (Α) [ιερίζω] ο εξαγνιστής, ο καθαρτής … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
ἱερισσῶν — ἱέρισσα fem gen pl ἱερίζω consecrate fut part act masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερίσσας — ἱερίσσᾱς , ἱέρισσα fem acc pl ἱερίσσᾱς , ἱέρισσα fem gen sg (doric aeolic) ἱερίσσᾱς , ἱερίζω consecrate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)