- ἱεράκειος
ἱεράκειος, habichtähnlich, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱεράκειος, habichtähnlich, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεράκειος — ἱεράκειος, εία, ον (Α) [ιέραξ] αυτός που αναφέρεται σε γεράκι ή μοιάζει με γεράκι («ἱεράκειον πρόσωπον») … Dictionary of Greek
ἱεράκειος — of a hawk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακείου — ἱεράκειος of a hawk masc/neut gen sg ἱερακεῖον shrine of the hawk neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακείῳ — ἱεράκειος of a hawk masc/neut dat sg ἱερακεῖον shrine of the hawk neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek