παμ-φαής

παμ-φαής

παμ-φαής, ές, ganz klar, hell; μέλι, Aesch. Pers. 604; ϑείῳ πυρὶ παμφαής, von Herakles, Soph. Phil. 718; ἀκτὶς ἀελίου, Eur. Med. 1251; σέλας πυρός, Troad. 548; ἀστήρ, Ar. Av. 1706; sp. D. Auch in Prosa, ἥλιος, Arist. mund. 6 u. Sp., hellstrahlend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευρυφαής — εὐρυφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει σε απόσταση, που λάμπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • ηδυφαής — ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, ές (Α) αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • ηεροφαής — ἠεροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερό , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ηλεκτρο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφαής — ἠλεκτροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • πληροφαής — και πληρηφαής, ές, Α (για το πασχαλινό φεγγάρι) αυτός που λάμπει ολόγιομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • πανεμφαής — ές, Α αυτός που όλα τα φωτίζει, πολύ φωτεινός, λαμπρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐν + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. παμ φαής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”