ευρυφαής — εὐρυφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει σε απόσταση, που λάμπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηδυφαής — ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, ές (Α) αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηεροφαής — ἠεροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερό , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ηλεκτρο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφαής — ἠλεκτροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
πληροφαής — και πληρηφαής, ές, Α (για το πασχαλινό φεγγάρι) αυτός που λάμπει ολόγιομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
πανεμφαής — ές, Α αυτός που όλα τα φωτίζει, πολύ φωτεινός, λαμπρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐν + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. παμ φαής] … Dictionary of Greek