φάντης — (I) ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φάντης (πρβλ. ἱερο φάντης, συκο φάντης) < θ. φαν τού φαίνω*]. (II) ο, Ν βλ. φάντες … Dictionary of Greek
νεοφάντης — νεοφάντης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μόλις μυήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιερο φάντης] … Dictionary of Greek
οργιοφάντης — ὀργιοφάντης, ὁ (Α) αυτός που μυεί τους άλλους στα όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργια + φάντης (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιερο φάντης] … Dictionary of Greek
ουρανοφάντης — οὐρανοφάντης, ὁ (Μ) ουρανοφάντωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιερο φάντης] … Dictionary of Greek
σεβαστοφάντης — ὁ, θηλ. σεβαστοφάντις, ιδος, Α ιερέας τού Αυγούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιερο φάντης] … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek
τελεσιφάντης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ἱερο φάντης] … Dictionary of Greek
υδροφάντης — ο / ὑδροφάντης, ΝΑ, και υδρυφάντης Ν αυτός που ανακαλύπτει τις θέσεις υπόγειων υδάτων, υδροσκόπος νεοελλ. (μόνον ο τ. υδροφάντης) ζωολ. γένος μικρών ακάρεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + φάντης (< φαίνω) πρβλ. ιερο φάντης] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek