- ἰερο-φύλαξ
ἰερο-φύλαξ, ακος, ὁ, Bewahrer der Heiligthümer, Tempelwärter, D. Hal. 2, 73; Conjectur für ἱεροὶ φύλακες Eur. I. T. 1027.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰερο-φύλαξ, ακος, ὁ, Bewahrer der Heiligthümer, Tempelwärter, D. Hal. 2, 73; Conjectur für ἱεροὶ φύλακες Eur. I. T. 1027.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek