παμ-φάγος

παμ-φάγος

παμ-φάγος, Alles verzehrend, gefräßig; μῦς, Antiphil. 22 (IX, 86); πῦρ, Eur. Med. 1187, Arist. polit. 1, 8 theilt die Thiere in ζωοφάγα, καρποφάγα, παμφάγα, öfter; auch Μῶμος, Ep. ad. 273 (Plan. 266).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”