- ἰερο-πομπός
ἰερο-πομπός, ὁ, heiliger Gesandter, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰερο-πομπός, ὁ, heiliger Gesandter, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκυοπομπός — νεκυοπομπός, όν (Μ) νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη 2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» ονομασία μυθικής λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο πομπός, νεκρο πομπός] … Dictionary of Greek
νεκροπομπός — ό (Α νεκροπομπός, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νεκροπομπός α) αυτός που συνοδεύει, που μεταφέρει τους νεκρούς για ταφή β) επαγγελματίας εργολάβος κηδειών αρχ. (για τον Ερμή και τον Χάρωνα) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη, ψυχοπομπός.… … Dictionary of Greek