ἱερ-αγωγός

ἱερ-αγωγός

ἱερ-αγωγός, Opfer, heilige Geräthe führend; ναῦς Pol. 31, 20, 11; μύσται Hedyl. bei Ath. XI, 497 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκραγωγός — νεκραγωγός, ον (ΑΜ) αυτός που συνοδεύει τους νεκρούς μσν. (ως επίθ. τού Χάρωνος) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («νεκραγωγός Χάρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, ξεν αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • νεκυαγωγός — νεκυαγωγός, όν (Α) (για τον Ερμή) ψυχοπομπός, νεκραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, νεκρ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ιεραγωγός — ἱεραγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη ή ζώα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + αγωγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”