- ἰκριωτῆρες
ἰκριωτῆρες, οἱ, der Boden des Schiffsverdecks, Att. Seew. XIV; vgl. Poll. 10, 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰκριωτῆρες, οἱ, der Boden des Schiffsverdecks, Att. Seew. XIV; vgl. Poll. 10, 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰκριωτῆρες — ἰκριωτήρ upright masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικριωτήρ — ἰκριωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ικριώ] 1. ορθοστάτης που υποστηρίζει στοά ή υπερώο 2. στον πληθ. oἱ ἰκριωτῆρες α) το πάτωμα τού καταστρώματος πλοίου β) τα ικριώματα* … Dictionary of Greek