ἱερό-σῡλος

ἱερό-σῡλος

ἱερό-σῡλος, , Tempelräuber; Ar. Plut. 30; Lys. 30, 21; Dem. 24, 119 ff.; Xen. u. A. Bei Plat. Rep. I, 344 b neben ἀνδραποδισταί u. τοιχώρυχοι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκρόσυλος — η, ο αυτός που κάνει νεκροσυλία, που κλέβει αντικείμενα τού νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + συλος (< συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. ιερό συλος] …   Dictionary of Greek

  • νεκροσυλία — η (Α νεκροσυλία) σύληση τού νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + συλία (< συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο συλία, ιερο συλία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”