ἰξός

ἰξός

ἰξός, (vielleicht mit ἴσχω verwandt, das Festhaltende, od. mit κισσός), die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch die Beeren derselben u. der daraus bereitete Vogelleim; ὥςπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. Cycl. 432; ϑήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν Plut. Coriol. 3. – Uebertr., ein schmutzig geiziger Mensch, gleichsam klebrig, B. A. 43, mit einem frg. des Ar. belegt, vgl. Lob. zu Phryn. p. 399.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰξός — oak mistletoe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …   Dictionary of Greek

  • ιξός ή γκι — Αειθαλές φρύγανο της οικογένειας των λωρανθιδών. Ζει παρασιτικά (ημιπαράσιτο) σε ορεινές περιοχές, πάνω στα κλαδιά δασικών (έλατο, λεύκη, καστανιά κλπ.) και οπωροφόρων δέντρων (μηλιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά κλπ.), προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές.… …   Dictionary of Greek

  • ιξός — ο 1. παρασιτικό φυτό, μελιός. 2. φυτική κόλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰξοῖς — ἰξός oak mistletoe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξῶν — ἰξός oak mistletoe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξῷ — ἰξός oak mistletoe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξόν — ἰξός oak mistletoe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιξώδης — ες (Α ἰξώδης, ῶδες) [ιξός] αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης νεοελλ. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών αρχ. μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. ώδης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιξία — η (Α ἰξία) [ιξός] νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας ιριδίδες αρχ. 1. ο ιξός* 2. το φυτό χαμαιλέων ο λευκός 3. είδος κρητικού φυτού, η τραγάκανθα 4. ο κιρσός …   Dictionary of Greek

  • ιξίον — ἰξίον, τὸ (ΑΜ) μσν. υποκορ. τού ιξός αρχ. το φύλλο τού φυτού χαμαιλέων ο λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”